δελεάστρα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, A baited trap or noose, Cratin.216.
German (Pape)
[Seite 544] ἡ, die Köderfalle, Cratin. bei Poll. 10, 156; auch τὰ δελέαστρα, Nicopho ib.
Greek (Liddell-Scott)
δελεάστρα: ἡ, παγὶς ἢ βρόχος μετὰ δολώματος, Κρατῖν. Σεριφ. 12 (Πολυδ. Ι΄, 159).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
trampa con ceboref. a Andrómeda, Cratin.231, cf. Phot.δ 169.