δυσανάσχετος
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ον, A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272. II Act., bearing hardly, in Adv. -τως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): poét. δυσανσχ- A.R.2.272
1 difícil de soportar, difícilmente tolerable ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. IG 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.Eup.1.235, Porph.Abst.3.20.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre en lugar de por su nombre propio, A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.N.7.62a.
Greek Monolingual
δυσανάσχετος και δυσανάνσχετος, -ον (Α)
ο μη ανεκτός, ο ανυπόφορος.
Greek Monotonic
δυσανάσχετος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος.
Middle Liddell
δυσ-ανάσχετος, ον adj adj
hard to bear.