πολυγύναιος

From LSJ
Revision as of 17:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγύναιος Medium diacritics: πολυγύναιος Low diacritics: πολυγύναιος Capitals: ΠΟΛΥΓΥΝΑΙΟΣ
Transliteration A: polygýnaios Transliteration B: polygynaios Transliteration C: polygynaios Beta Code: polugu/naios

English (LSJ)

[γῠ], ὁ, (γυνή)    A having many wives, Ptol.Tetr.72, Ath.13.556f.

German (Pape)

[Seite 661] der viele Weiber hat, Ath. XIII, 556 f.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγύναιος: -ον, (γῠνὴ) ὁ ἔχων πολλὰς γυραῖκας, Ἀθήν. 556F· οὕτω, πολυγύνης, ου, ὁ, Πολυδ. Ϛ΄, 171· ὀνομ. πληθ. πολυγύναικες, ὡς ἐξ ἑνικ. ὀνομ. πολυγύναιξ, Στράβ. 835.

Greek Monolingual

Α
(για άνδρα) πολύγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γύναιος (< γύναιον < γυνή), πρβλ. μισο-γύναιος.