πυροπώλης
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, Weizenverkäufer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῡροπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de blé.
Étymologie: πυρός, πωλέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. προβατο-πώλης.
Greek Monotonic
πῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής σιταριού, σιτέμπορος.