ἀσπονδία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A being without truce or treaty, IG22.28, Poll.8.139. II implacability, Lib.Vit.1.22 (-εία codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπονδία: ἡ, ἔλλειψις σπονδῶν, ἀνοκωχῆς ἢ συνθήκης, Πολυδ. Η΄, 18. 139. ΙΙ. τὸ ἀδιάλλακτον, Λιβάν. 4. 967 (ἔνθα -εία).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 implacabilidad de Aquiles, Lib.Vit.1.22.
2 falta de tregua, IG 22.28.8 (IV a.C.), ἀσυλία καὶ ἀ. Poll.8.139.