αἱματοδεκτικός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ή, όν, = αἱματοδόχος (holding blood), ἀγγεῖον Sch. Ar. Th. 754.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοδεκτικός: -ή, -όν, = αἱματοδόχος, ἐπὶ ἀγγείων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 756.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que sirve para recoger la sangre, ἀγγεῖον Sch.Ar.Th.754D.