εὐδιάφθορος

From LSJ
Revision as of 20:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάφθορος Medium diacritics: εὐδιάφθορος Low diacritics: ευδιάφθορος Capitals: ΕΥΔΙΑΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: eudiáphthoros Transliteration B: eudiaphthoros Transliteration C: evdiafthoros Beta Code: eu)dia/fqoros

English (LSJ)

ον,    A easily destroyed, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1306a10; [[[ἔντομα]]] Id.PA682b16; of papyrus rolls, Arch.Pap.6.101 (i A.D.).    II easily corrupted, Arist.Ath.41.2 (Comp.); easily going bad, of food, Xenocr. ap. Orib. 2.58.145, Dsc.1.105.

German (Pape)

[Seite 1062] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάφθορος: -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.

Greek Monolingual

εὐδιάφθορος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρεται εύκολα
2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα
3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθορος, πολυ-διάφθορος].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάφθορος: легко подвергающийся порче или разрушению (ἔντομα, ὀλιγαρχία Arst.).