εὔοικτος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A compassionate, αὐτοκράτωρ D.C.69.20 (-εικτος Zonar.; fort. εὔθικτος).
Greek Monolingual
εὔοικτος, -ον (Α)
ευσπλαγχνικός («εὔοικτος αὐτοκράτωρ», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκτος].