θάλλινος
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
η, ον, (θαλλός) A of or for young shoots, στέφανος IG12(1).162.3 (Rhodes); ἀγγεῖα Sch.Ar.Av.799: θαλλῐνώδης, ες, covered with shoots, of the Wooden Horse, Cyr.
German (Pape)
[Seite 1184] aus Zweigen gemacht, ἀγγεῖα Schol. Ar. Av. 799.
Greek (Liddell-Scott)
θάλλῐνος: -η, -ον, (θαλλὸς) ἐκ θαλλῶν ἢ κλάδων, ἀγγεῖα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 798.
Greek Monolingual
θάλλινος, -ίνη, -ον (Α) θαλλός
κατασκευασμένος από θαλλούς, από νεαρούς βλαστούς («θάλλινα ἀγγεῖα»).