λογέμπορος

From LSJ
Revision as of 11:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογέμπορος Medium diacritics: λογέμπορος Low diacritics: λογέμπορος Capitals: ΛΟΓΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: logémporos Transliteration B: logemporos Transliteration C: logemporos Beta Code: loge/mporos

English (LSJ)

ὁ,    A phrase-monger, Artem.2.70: a pecul. accent λογεμπόρος is mentioned by Eust.463.40, 1447.47.

Greek (Liddell-Scott)

λογέμπορος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις παράδοξος λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47

Greek Monolingual

λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)
αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.