μοιρηγέτης
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
εω, ὁ, Ion. for μοιραγέτης.
German (Pape)
[Seite 198] ὁ, ion. u. ep. = μοιραγέτης, Ap. Rh. 1, 1127.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρηγέτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ μοιραγέτης.
Greek Monolingual
μοιρηγέτης, -εω, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. μοιραγέτης.