φοινίσκη

From LSJ
Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίσκη Medium diacritics: φοινίσκη Low diacritics: φοινίσκη Capitals: ΦΟΙΝΙΣΚΗ
Transliteration A: phoinískē Transliteration B: phoiniskē Transliteration C: foiniski Beta Code: foini/skh

English (LSJ)

ἡ, dim. of φοῖνιξ,    A small palm, BGU227.10 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων
2. η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδ-ίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. φοινικ-ίσκη με απλολογία].