αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Full diacritics: χοιρικός | Medium diacritics: χοιρικός | Low diacritics: χοιρικός | Capitals: ΧΟΙΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: choirikós | Transliteration B: choirikos | Transliteration C: choirikos | Beta Code: xoiriko/s |
ή, όν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.
χοιρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοῖρον, ὁ τοῦ χοίρου, χοιρικὸς κόπρος Τζέτζ. εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 775, 33.
-όν, ΜΑ χοῖρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός.