χρυσικός
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ή, όν, A made in cash: χρυσικά, τά, cash payments, POxy. 136.13 (vi A. D.); χ. στέφανοι PTeb.60.102 (ii B. C.), al. II = χρύσεος 1.2, μέταλλα Eupolem. ap. Alex.Polyh.Fr.18M.
Greek Monolingual
ο / χρυσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρυσός (Ι)]
νεοελλ.
χρυσοχόος («στ' αργαστήρι δουλεύω, χρυσικός», Παλαμ.)
μσν.
1. αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χρυσικά
πληρωμή τοις μετρητοίς
αρχ.
κατασκευασμένος από χρυσό.