ἐνίπλειος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ον, Ep. for ἔμπλεος.
German (Pape)
[Seite 845] ep. = ἔμπλεος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἔμπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίπλειος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ἔμπλεος.
English (Autenrieth)
see ἔμπλειος.
Greek Monolingual
ἐνίπλειος, -ον και ἐνίπλειος, -η, -ον
επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος, έμπλεως.
Greek Monotonic
ἐνίπλειος: -ον, Επικ. αντί ἔμ-πλεος.