ἡμιδανάκη
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
[νᾰ], ἡ, A half-δανάκη, prob.l. in Theon Prog.13: —Dim. ἡμί-ιον, τό, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιδανάκη: ἡ, ἡμίσεια δανάκη ἵδε Ruhnk. Τιμ. ἐν λ. ἡμεδαπός· ὑποκορ, -ιον, τό, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α)
περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δανάκη].