ἡνιόχη

Revision as of 21:00, 11 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἡνίοχος, a name of Hera, Paus.9.39.5.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, fem. zu ἡνίοχος; so hieß Here, Paus. 9, 39, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιόχη: ἡ, θηλ. τοῦ ἡνίοχος, ὄνομα τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5.

Greek Monolingual

ἡνιόχη, ἡ (Α)
(θηλ. του ηνίοχος) προσωνυμία της Ήρας.

Translations

Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி