ὀλοφλυκτίς

From LSJ
Revision as of 00:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφλυκτίς Medium diacritics: ὀλοφλυκτίς Low diacritics: ολοφλυκτίς Capitals: ΟΛΟΦΛΥΚΤΙΣ
Transliteration A: olophlyktís Transliteration B: olophlyktis Transliteration C: oloflyktis Beta Code: o)loflukti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A large pimple, Hp.Mul.2.206 ; pimple on the tongue, Myrtil.3.

German (Pape)

[Seite 327] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Blatter, Blase, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφλυκτίς: -ίδος, ἡ, φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - φλύκταινα ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).

Greek Monolingual

ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, -ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση του -λ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bladder, pustule with blood and water (Hp.)
Other forms: -φυκτίς H.; ὀλοφυγδών or -φύγγων
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὀλός and φλυκτίς