Ἰαλυσός
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
Ion. Ἰηλυσός, ἡ, one of the three Dorian cities of Rhodes, Il.2.656, Hdt.1.144, Pi.O.7.74, Timocr.1.7, Str.14.2.12: Ἰαλυσία, ἡ, its territory, D.S.5.57:—Adj. Ἰηλύσιος, α, ον, D.P. 505. [ῡ in Hom., ῠ in D.P., doubtful in Pi.; ῐ exc. in Timocr.l.c. and Ἰαλυσοῖο () AP7.716 (Dionys.).]
Greek (Liddell-Scott)
Ἰᾱλυσός: Ἰων. Ἰηλυσός, ἡ, μία τῶν τριῶν Δωρ. πόλεων τῆς νήσου Ρόδου, Ἰλ. Β. 656, Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 136, Στράβωνα 655· ἡ Ἰαλυσία, ἡ περὶ τὴν Ἰαλυσὸν χώρα, Διόδ. 5. 57· ἐπίθ. Ἰηλύσιος, α, ον, Διον. Π. 505. ― Καθ’ Ἡσύχ. «Ἰαλύσια· τὰ ἐν Ἰαλυσῷ νομίσματα». Παρὰ Πινδ. ἡ παραλήγ. εἶναι βραχεῖα· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ μακρὰ, ὅθεν διάφ. γραφ. Ἰηλυσσός. 2) Ἰήλυσσος, ου, ὁ, ὄνομα ἀνδρός, Ἀθήν. 296C.