ὑαλᾶς

From LSJ
Revision as of 08:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλᾶς Medium diacritics: ὑαλᾶς Low diacritics: υαλάς Capitals: ΥΑΛΑΣ
Transliteration A: hyalâs Transliteration B: hyalas Transliteration C: yalas Beta Code: u(ala=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ,    A glass-worker, IG3.3436 (gen. οἱαλᾶ lapis).    II ὑάλας perh. = γυάλας, PLond.2.402 ii 13 (ii B. C.).

Greek Monolingual

και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α
υαλουργός, γυαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ᾶς
του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρ-ᾶς). Η γραφή της λ. με οι- απαντά την εποχή που η δίφθογγος -οι- είχε συμπέσει στην προφορά με το -υ- /u/].