χαρακίας

From LSJ
Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρᾰκίας Medium diacritics: χαρακίας Low diacritics: χαρακίας Capitals: ΧΑΡΑΚΙΑΣ
Transliteration A: charakías Transliteration B: charakias Transliteration C: charakias Beta Code: xaraki/as

English (LSJ)

ου, ὁ (χάραξ)    A of or fit for a stake, pale, or palisade, a species of κάλαμος, Thphr.HP4.11.1, Plin.HN16.168.    II a kind of τιθύμαλλος ἄρρην, wood spurge, Euphorbia sibthorpii, Dsc.4.164, Plin.HN26.62 (χαράκης is f. l. in Hsch.).    III a fish, Gp.20.7.1.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, zum Pfahl, Zaun oder Wall gehörig, dazu geschickt, κάλαμος, τιθύμαλος, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρᾰκίας: -ου, ὁ, (χάραξ) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χάρακα, ἁρμόδιος εἰς κατασκευὴν χαρακώματος, εἶδος καλάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1, Πλίν. 16. 66· ἢ εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Διοσκ. 4. 165, Πλίν. 26. 39· «χαρακίας· τιθύμαλλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
είδος ψαριού
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης
2. το φυτό τιθύμαλλος, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χαρακίαι- «οἱ ἐν τοῖς χάραξι διατρίβοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίας].