επιμαρτυρώ

From LSJ
Revision as of 18:41, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) επίμαρτυς
επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)
αρχ.
1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον
2. μέσ. ἐπιμαρτυροῦμαι, -έομαι
εξορκίζω
3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία.