δίκυκλος

From LSJ
Revision as of 17:44, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκυκλος Medium diacritics: δίκυκλος Low diacritics: δίκυκλος Capitals: ΔΙΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: díkyklos Transliteration B: dikyklos Transliteration C: dikyklos Beta Code: di/kuklos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A two-wheeled, ὄχημα Lib.Or.1.33; δ. [ἅρμα] two-wheeled car, D.C.76.7.

German (Pape)

[Seite 630] zweirädrig; ὄχημα Liban.; τό δ., dasselbe, D. Cass. 76, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δίκυκλος: -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.

Spanish (DGE)

-ον
de dos ruedas ὄχημα Lib.Or.1.33, cf. Poll.10.52
subst. τὸ δ. carro de dos ruedas, biga D.C.76.7.2.

Greek Monolingual

-ο (AM δίκυκλος, -ον)
(για σχήματα) αυτός που έχει δύο τροχούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίκυκλο
α) το ποδήλατο
β) η μοτοσικλέτα.