τεμαχίτης

From LSJ
Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεμᾰχίτης Medium diacritics: τεμαχίτης Low diacritics: τεμαχίτης Capitals: ΤΕΜΑΧΙΤΗΣ
Transliteration A: temachítēs Transliteration B: temachitēs Transliteration C: temachitis Beta Code: temaxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A sliced and salted, ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. PFlor.388.24 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

τεμᾰχίτης: -ου, ὁ, ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, οὓς δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια πρὸς ταριχείαν, ἐκ ζεόντων λοπαδίων... τεμαχίτας Εὔβουλος ἐν «Ἀνασωζομένοις» 1. 4, Ἀλκίφρων 3. 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].