σογχίτης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ = ἱεράκιον τὸ μέγα, Urospermum picroides, prickly golden fleece Ps.-Dsc.3.64 p.75 Wellm.
Greek (Liddell-Scott)
σογχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ἱεράκιον, φυτόν, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 3. 72.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
το φυτό ιεράκιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόγχος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οριγανίτης)].