impatient
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English > Greek (Woodhouse)
adjective
quick to anger: P. and V. ὀξύς, Ar. and V. ὀξύθυμος, V. δύσοργος; see angry.
be impatient of: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρω, χαλεπῶς φέρειν (acc.), δυσχεραίνειν (acc. or dat.), V. δυσφορεῖν (dat.), πικρῶς φέρω, πικρῶς φέρειν (acc.), δυσλόφως φέρω, δυσλόφως φέρειν (acc.).