Διθυραμβογενής
From LSJ
English (LSJ)
A v. διθύραμβος ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.
Greek Monotonic
Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.
Full diacritics: Δῐθῠραμβογενής | Medium diacritics: Διθυραμβογενής | Low diacritics: Διθυραμβογενής | Capitals: ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΓΕΝΗΣ |
Transliteration A: Dithyrambogenḗs | Transliteration B: Dithyrambogenēs | Transliteration C: Dithyramvogenis | Beta Code: *diqurambogenh/s |
A v. διθύραμβος ΙΙ.
Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.
Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.