Σῦρος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ὁ, Syros, one of the Cyclades, Str.10.5.8; called Σῠρίη in Od.15.403 (acc. to Str. l.c.: but more probably Σῠρίη is Sicily and the name is connected with Σῠράκουσαι); later Σύρα, Suid. A s.v. Φερεκύδης, f.l. in D.L.1.119:—Σύριος, ὁ, a Syrian, IG12.193.32 (pl.), D.L.1.116.
Greek (Liddell-Scott)
Σῦρος: ἡ, νῆσος, μία τῶν Κυκλάδων, Στράβ. 487· καλουμένη Σῠρίη ἐν Ὀδ. Ο. 403· παρὰ δὲ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ἔτι Σύρα, Διογ. Λ 1. 119· ― Σύριος, ὁ, ὁ τῆς Σύρου κάτοικος, αὐτόθι 116.
Greek Monotonic
Σῦρος: ἡ, Σύρος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Στράβ.· αναφέρεται ως Σῠριή, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Σῦρος, ὁ,
Syros, one of the Cyclades, Strab.; called Σῠριή, in Od.