γλίσχρασμα

From LSJ
Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίσχρασμα Medium diacritics: γλίσχρασμα Low diacritics: γλίσχρασμα Capitals: ΓΛΙΣΧΡΑΣΜΑ
Transliteration A: glíschrasma Transliteration B: glischrasma Transliteration C: glischrasma Beta Code: gli/sxrasma

English (LSJ)

ατος, τό, A gluten, Hp.Acut.10; thick mucilage, Aret.CA1.9; ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρασμα: τό, γλοιῶδες κόλλημα, Ἱππ. Ὀξ. 385.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 substancia espesa o viscosa resultante de la cocción de diversas plantas, gluten de la cebada, Hp.Acut.10, Gal.6.823, de la malva, Aret.CA 1.1.7, τῆλις ... ἑψηθεῖσα ... ἕως γλισχράσματος alholva cocida hasta (obtener) el mucílago Dsc.Eup.1.1.
2 mocos del bebé δακτύλοις ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶν γ. Sor.2.6.78.

Greek Monolingual

το (Α γλίσχρασμα) γλισχραίνομαι
παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλίσχρασμα -ατος, τό γλισχραίνομαι kleverigheid. Hp. Acut. 10.