Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίμετρος

From LSJ
Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμετρος Medium diacritics: δίμετρος Low diacritics: δίμετρος Capitals: ΔΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: dímetros Transliteration B: dimetros Transliteration C: dimetros Beta Code: di/metros

English (LSJ)

ον, of a verse, A having two metres, Heph.5.3, etc. II δίμετρον, τό, double measure, LXX 4 Ki.7.1, al.

German (Pape)

[Seite 631] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δίμετρος: -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε διποδία.

Greek Monolingual

-η και -ος, -ο (AM δίμετρος, -ον)
(μετρ.)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν)
στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο»)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτραδίμετρος παύση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμετρον
δύο μέτρα.

Russian (Dvoretsky)

δίμετρος: ὁ стих. диметр, двухчастный размер.