δηλητήριος
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ον, A noxious, φάρμακα SIG 37(Teos, v B. C.), cf. J.BJ1.13.10, Gal.Nat.Fac.3.7, Hdn.3.5.5. 2 δηλητήριον (sc. φάρμακον), τό, poison, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69), Plu. 2.662c, Hdn.1.17.10, Lib.Or.64.33; τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. Porph.Abst.3.8.
German (Pape)
[Seite 560] ον, schädlich; φάρμακον, Herodian. 3, 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δηλητήριος: -ον, βλαπτικός, φάρμακα Ἡρῳδιαν. 3. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 42. 2) δηλητήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, «φαρμάκι», Ἀριστ. Φυτ. 1. 5, 7, Πλούτ. 2. 662C.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον Gal.11.763, 12.899, en Aët.8.45, Aët.3.162; plu. dat. -ίοισι Aret.SA 1.7.3, 2.10.3]
I 1nocivo, deletéreo, venenoso φάρμακον SIG 37.1 (Teos V a.C.), I.BI 1.272, Dsc.4.142.1, Gal.1.404, 2.161, Aret.ll.cc., Ath.84f, Ps.Callisth.3.31B, D.C.72.14.4, Epit.8.15.6, Hdn.3.5.5, Clem.Al.Prot.10.89, Chrys.M.54.585, Sopat.Tract.92.6, Hsch., δυνάμεις Androm. en Gal.13.199, ἑρπετόν Plu.Fluu.18.9, ἰός Clem.Al.Prot.10.106, de plantas, Gal.11.683, Aët.1.294, Pall.in Hp.2.150, δένδρον ... δηλητηρίου δυνάμεως Gal.12.127, cf. 10.840, Aët.8.45, βαράθρου δηλητηρίαν αὔραν ἀποπνέοντος Aët.3.162
•c. gen. τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητήριόν ἐστι τριχῶν Cyran.2.42.4.
2 fig. pernicioso de los vicios, Pall.V.Chrys.18.310, 19.144, cf. Gr.Nyss.Apoll.131.14.
II subst. τὸ δ. (sc. φάρμακον) veneno κιτρίον ... ἀντιφάρμακόν ἐστι παντὸς δηλητηρίου Ath.84d, καὶ δηλητηρίου ψυχὴ δολερὰ πικρότερον Hld.8.8.2, τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δηλητήρια Porph.Abst.3.8, cf. Dsc.5.97.2, Plu.2.662c, M.Ant.6.36, Hdn.1.17.10, Amph.Exerc.926, Basil.Hex.5.4, Lib.Or.64.33, Sopat.Tract.13.24, Cass.Fel.51, Iust.Nou.140 praef.
Greek Monolingual
-ον
βλ. δηλητήριο.
Russian (Dvoretsky)
δηλητήριος: вредоносный, ядовитый (ἑρπετόν Plut.).