δευτερέσχατος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, A last but one, Heliod. ap. Orib.46.11.23.
German (Pape)
[Seite 553] der weitletzte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερέσχατος: -ον, ὁ προτελευταῖος, Ἡλιόδ. (Ἀρχ. Χειρουρ. σ. 94).
Spanish (DGE)
-ον penúltimo Orib.46.11.23.
Greek Monolingual
δευτερέσχατος, -η, -ον (Α)
ο προτελευταίος.