διάκομμα
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ατος, τό, A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816. II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.
Greek (Liddell-Scott)
διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).
Greek Monolingual
διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede.