διακινδυνεύω

Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A run all risks, make a desperate attempt, abs., ἀλόγως δ. Th.8.27; δ. τῷ σώματι Antipho 5.63; ἐς τὰς Ἐπιπολάς Th.7.47; πρὸς ὀλίγας [ναῦς] Id.1.142: c. inf., Id.7.1; δ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Lys.2.20; πρὸ βασιλέως X.Cyr.8.8.4; περὶ τῶν ὅλων D.Ep.3.12 (simply, run the risk, c. acc. et inf., δ. ἢ χρηστὸν [τὸ σῶμα] γενέσθαι ἢ πονηρόν Pl.Prt.313a):—Pass., διακεκινδυνευμένα φάρμακα desperate remedies, Isoc.11.22.

German (Pape)

[Seite 582] sich in eine Gefahr stürzen, bes. = sich in eine Schlacht wagen; Thuc. 8, 27 u. öfter; καὶ μάχεσθαί τινι, Plut. Thes. 9; ὑπέρ τινος, Plat. Menex. 240 e; Lys. 2, 20; πρὸ τοῦ βασιλέως, sein Leben für den König wagen, Xen. Cyr. 8, 8, 4; πρός τινα, es mit Einem aufnehmen, Thuc. 1, 142; Isocr. 4, 67, wie D. Sic. 3, 27; c. inf., εἰσπλεῦσαι, hineinzufahren wagen, Thuc. 7, 1, wie διακινδυνευτέον φάναι, man muß es wagen, Plat. Tim. 72 d; ἢ χρηστὸν γενέσθαι ἢ πονηρόν, Gefahr laufen, gut od. schlecht zu werden, Prot. 313 a; ἡ οὐσία διακινδυνευθήσεσθαι μέλλουσα Dem. 30, 10; διακινδυνευόμενα φάρμακα, lebensgefährliche, Isocr. 11, 22.

Greek (Liddell-Scott)

διακινδῡνεύω: διατρέχω πάντα κίνδυνον, κάμνω ἐπικίνδυνον ἐπιχείρησιν, ῥιψοκινδυνῶ ἀπολ., Θουκ. 8. 27, κτλ.· δ. σώματι Ἀντιφῶν 136. 36· ἔς τι Θουκ. 7. 47· πρός τινα ὁ αὐτ. 1. 142· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 7. 1 (καὶ οὕτως ἐν τῷ ῥημ. ἐπιθ. διακινδῡνευτέον φάναι, πρέπει τις νὰ ῥιψοκινδυνήσῃ νὰ τολμήσῃ νὰ..., Πλάτ. Τιμ. 72D)· δ. ὑπὲρ ἢ πρὸ τινος Λυσ. 192. 26, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· περί τινος Δημ. 1477. 18· μετ’ ἀπαρ., δ. ἢ χρηστὸν [τὸ σῶμα] γενέσθαι ἢ μὴ πονηρὸν Πλάτ. Πρωτ. 313Α. - Παθ., ἐπὶ τῆς ἐπιχειρήσεως, εἰς κίνδυνον ἐκτίθεμαι, ῥιψοκινδύνως ἐπιχειροῦμαι, Δημ. 866. 27· διακεκινδυνευμένα φάρμακα, ἰατρικὰ μετὰ κινδύνου τῆς ζωῆς διδόμενα, Ἰσοκρ. 225D· οὕτως ἐν τῷ ῥημ. ἐπιθ., ἐδόκει διακινδυνευτέα [[[εἶναι]]] Ἀρρ. Ἀν. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

1 s’exposer à un danger ; πρός τι, εἴς τι faire une tentative contre qch;
2 courir un risque suprême, courir la chance suprême de : διακινδυνευόμενα φάρμακα ISOCR remèdes désespérés.
Étymologie: διά, κινδυνεύω.

Spanish (DGE)

arriesgarse, correr peligro με δεῖν διακινδυνεύειν Pl.Ap.32c, cf. Aeschin.3.180, καὶ μὴ διακινδύνευε ἐκεῖσε ἄγων (ἀργύριον) D.50.28, cf. LXX 2Ma.11.7, I.BI 1.135
en v. med.-pas. διακεκινδυνευμένα φάρμακα remedios muy arriesgados, e.e. desesperados Isoc.11.22
esp. en cont. bélico arriesgarse a combatir, arriesgarse οὐδέποτε τῷ αἰσχρῷ ὀνείδει εἴξας ἀλόγως διακινδυνεύσειν Th.8.27, ἔκρινε δ. καὶ πρῶτον ἐγχειρεῖν τοῖς Συρακοσίοις Plb.1.11.12, δ. καθ' ἑαυτούς arriesgarse a combatir por sí solos Plu.Caes.43, παρασκευῇ τῇ πάσῃ διακινδυνεῦσαι Paus.5.4.1, cf. Plb.2.64.4
c. ἐς y ac. arriesgarse (a ir) a ἐς τὰς Ἐπιπολάς Th.7.47
c. πρός y ac. arriesgarse a combatir contra πρὸς μὲν γὰρ ὀλίγας ἐφορμούσας (ναῦς) Th.1.142, πρὸς τοὺς πειρατάς IEphesos 5.23 (II a.C.), πρὸς πλείονας IGBulg.12.388bis.20 (Istro II a.C.), πρὸς πολλοὺς μετ' ὀλίγων Plu.2.225b, πρὸς τοὺς πολεμίους κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plu.2.230e, cf. Plb.2.13.6, Str.15.1.40, Luc.Dem.Enc.38, πρὸς ἀνθρώπους ἀπονοίᾳ χρωμένους D.C.Epit.7.25.7, cf. 8.26.13
c. otras determ. arriesgarse por c. ὑπέρ y gen. ὑπὲρ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος πρὸς πολλὰς μυριάδας τῶν βαρβάρων Lys.2.20, ὑπὲρ τῆς Μακεδόνων ἀρχῆς Plb.2.49.6, ὑπὲρ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν I.AI 12.338, c. πρό y gen. πρὸ βασιλέως X.Cyr.8.8.4, c. περί y gen. δ. περὶ τῶν ὅλων jugarse el todo por el todo D.Ep.3.12, Plb.2.18.7, c. dat. τῷ σώματι ... δ. arriesgar la vida Antipho 5.63
c. inf. arriesgarse a εἴτ' ... κατὰ τὰς Ἐπιπολὰς ... διακινδυνεύσωσιν ἐσπλεῦσαι Th.7.1, διακινδυνεύοντα (τὸ σῶμα) ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόν arriesgándose (el cuerpo) a devenir malo o bueno Pl.Prt.313a.

Greek Monolingual

(AM διακινδυνεύω)
1. ριψοκινδυνεύω
2. εκθέτω κάτι σε κίνδυνο
αρχ.
επιχειρώ κάτι με κίνδυνο της ζωής μου.

Greek Monotonic

διακινδῡνεύω: μέλ. -σω, διατρέχω κάθε κίνδυνο, κάνω μία απέλπιδα, απεγνωσμένη προσπάθεια, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, σε Θουκ· πρός τινα, στον ίδ.· ὑπέρ ή πρός τινα, σε Λυσ., Ξεν.· περί τινος, σε Δημ. — Παθ., για προσπάθεια - επιχείρηση, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διακινδῡνεύω:
1) идти на опасность, вступать в бой (πρός и ἔς τι Thuc., πρό τινος Xen., περί τινος Dem. и πρός τινα Plut.): ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος πρός τινα διακινδυνεῦσαι Lys. вступить в бой с кем-л. на защиту Греции;
2) решаться, отваживаться, рисковать (ποιεῖν τι Thuc.): δ. ἢ χρηστὸν γενέσθαι ἢ πονηρόν Plat. идти на риск, учитывая, что дело может кончиться или хорошо, или плохо; διακεκινδυνευμένα φάρμακα Isocr. крайние средства; διακινδυνευτέον τὸ φάναι καὶ πεφάσθω Plat. на это утверждение можно и должно решиться; διακινδυνευθήσεσθαι (v. l.) μέλλων Dem. который окажется под угрозой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κινδυνεύω wagen, risico nemen, met inf.:; εἴτε... διακινδυνεύσωσιν ἐσπλεῦσαι of ze het zouden wagen erheen te varen Thuc. 7.1.1; δ. ἢ χρηστὸν αὐτὸ γενέσθαι ἢ πονηρόν het risico nemen dat (het lichaam) bruikbaar of onbruikbaar wordt Plat. Prot. 313a; spec. in oorlog:. πρὸς... ὀλίγας ἐφορμούσας δ. tegen een blokkade van weinig (schepen) de strijd opnemen Thuc. 1.142.8; ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος δ. zijn leven wagen voor Griekenland Lys. 2.20.

Middle Liddell

fut. σω
to run all risks, make a desperate attempt, hazard all, Thuc.; πρός τινα Thuc.; ὑπέρ or πρός τινος Lys., Xen.; περί τινος Dem.:—Pass. of the attempt, to be risked, hazarded, Dem.