διακριτικότης

From LSJ
Revision as of 00:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῐτῐκότης Medium diacritics: διακριτικότης Low diacritics: διακριτικότης Capitals: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΤΗΣ
Transliteration A: diakritikótēs Transliteration B: diakritikotēs Transliteration C: diakritikotis Beta Code: diakritiko/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A power of discrimination, Procl. in Prm.p.793S.

Greek (Liddell-Scott)

διακριτικότης: -ητος, ἡ, ἡ δεξιότης τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.).

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
capacidad de análisis o clasificación δ. ἐν ἑκάστῳ ὡρισμένης παραγραφῆς καὶ διαίρεσεως αἴτιον Procl.in Prm.1010.