δμῳή
From LSJ
English (LSJ)
(Choerob. in Theod.1.405) or δμω-ή (both spellings freq. in codd.), ἡ, (δαμάω) prop. A female slave taken in war, δμῳαὶ δ' ἃς Ἀχιλεὺς ληΐσσατο (cf. δμώς) Il. 18.28, cf. 9.658, 24.643: generally, female slave, serving-woman, only in pl. in Hom., mostly joined with γυναῖκες: δμῳαί A.Ag.908, S.Ant.1189; δ. γυναῖκες A.Ch.84; rare in Prose, X.Cyr.5.1.6, Philostr.VA1.5: later in sg., Q.S.5.561; of things, δμωὴν… Ἄϊδος… μάκελλαν IG14.1389ii25.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 captive de guerre, femme réduite en servitude par le droit de la guerre;
2 p. ext. servante.
Étymologie: cf. δμώς.
Greek Monotonic
δμῳή: ἡ (δαμάζω), δούλη πολέμου, αιχμάλωτη, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα γενικά, δούλα, υπηρέτρια, Λατ. ancilla, σε Όμηρ., Τραγ.