δουρηνεκής

Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, (ἐνεγκεῖν) A a spear's throw off or distant, only neut. as Adv., Il.10.357.

German (Pape)

[Seite 663] ές, so weit ein Speer im Wurfe getragen wird, eine Speerwurfweite, Apoll. Lex. Homer. p . 59, 34 Δουρηνεκές· ὅσον δόρυ διατεῖναι, von ἤνεγκον, ἠνέχθ ην, vgl. κεντρηνεκής, ποδηνεκής, διηνεκής; bei Homer δουρηνεκής einmal, Iliad. 10, 357 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, als sie einen Speerwurf weit entfernt waren.

Greek (Liddell-Scott)

δουρηνεκής: -ές, (ἐνεγκεῖν) ἀπέχων βολὴν δόρατος· μόνον κατ’ οὐδ. ὡς ἀπίρρ., Ἰλ. Κ. 357· πρβλ. διηνεκής.

English (Autenrieth)

(δόρυ, ἤνεγκον): a spear's throw, neut. as adv., Il. 10.357†.

Spanish (DGE)

-ές
que dista un tiro de lanza, a la distancia de un tiro de lanza ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον Il.10.357.

Greek Monotonic

δουρηνεκής: -ές (ἐνεγκεῖν), αυτός που έχει απόσταση ίση με μία βολή δόρατος· μόνο σε ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δουρ-ηνεκής, ές adj ἐνεγκεῖν
a spear's throw off or distant, only in neut. as adv., Il.