δυσκαταπολέμητος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A hard to conquer, D.S.2.48.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 2, 48.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαταπολέμητος: -ον, δυσκατανίκητος, Διόδ. 2. 48.
Spanish (DGE)
-ον difícil de conquistar D.S.2.48.
Greek Monolingual
δυσκαταπολέμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπολεμείται.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταπολέμητος: с трудом поддающийся завоеванию (Ἄραβες Diod.).