εἰσοδεύω

From LSJ
Revision as of 01:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσοδεύω Medium diacritics: εἰσοδεύω Low diacritics: εισοδεύω Capitals: ΕΙΣΟΔΕΥΩ
Transliteration A: eisodeúō Transliteration B: eisodeuō Transliteration C: eisodeyo Beta Code: ei)sodeu/w

English (LSJ)

A = εἴσειμι, εἰ. καὶ ἐξοδεύειν PRyl.162.25 (ii A.D.), cf. Sammelb.6152.14.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοδεύω: εἰσέρχομαι, Ἀνδρ. Κρήτης 1004Α, ἐν δὲ τῇ λειτουργικῇ, τελῶ τὴν εἴσοδον, εἰσοδεύει μετὰ τοῦ Πατριάρχου Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 192, 19, κ. ἀλλ. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κη΄.

Spanish (DGE)

1 entrar, introducirseref. una ciudadela o un recinto sagrado οὐδὲ εἰσοδεύειν εἴων οὐδένα Aristeas 102, en un santuario διὰ τῆς χειρίστης βίας ἀτακτότερον εἰσοδεύοντες IFayoum 112.14 (I a.C.), cf. 2Apoc.23, en el cuerpo ἀργαλέον ἆσθμα τὸ ... μὴ κατὰ φύσιν εἰσοδεῦον Eust.1048.44, c. compl. de lugar εἰς ἃς (ἀρούρας) εἰσοδεύσει καὶ ἐξοδεύσει διὰ τῆς ἐκ λιβὸς ... θύρας PMich.788.13, cf. PRyl.162.25 (ambos II d.C.).
2 econ. ingresar, pagar οὐκ ὁλίον εἰσώδευσαν ICos ED 192.30 (I a.C.)
en v. pas. τὸ εἰσοδευόμενον ἡ μῖν κέρδος PMasp.156.15, cf. 158.18 (ambos VI d.C.).

Greek Monolingual

(AM εἰσοδεύω)
εισπράττω ως εισόδημα, σοδιάζω
μσν.- νεοελλ.
(για λειτουργό) τελώ την είσοδο
αρχ.
εισέρχομαι.