εὐθεσία
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ἡ, A good condition, habit of body, Hp. ap. Gal.19.101; ἐνιαυτὸς εὐθεσίης a year of plenty, ibid.
German (Pape)
[Seite 1068] ἡ, der gute Zustand, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθεσία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, εὐεξία, Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· - ἐνιαυτὸς εὐθεσίης, «ὁ εὐφορίας ἀπεργαστικός» αὐτόθι.
Greek Monolingual
εὐθεσία, ἡ (Α) εύθετος
1. η καλή φυσική κατάσταση του σώματος, η ευεξία
2. φρ. «ἐνιαυτὸς εὐθεσίης» — χρόνος αφθονίας (Ιπποκρ.).