ἀπεργαστικός
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
ἀπεργαστική, ἀπεργαστικόν, fit for finishing, effecting, causing, c. gen., Pl.R. 527b, Epicur.Sent.26, Phld.Rh.1.345 S., S.E.M.4.4, etc.: ἡ ἀπεργαστική (sc. τέχνη) the art of making, τινός Pl. Epin.975c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 productor, que ocasiona, causante c. gen. φιλοσόφου διανοίας Pl.R.527b, cf. Iambl.Comm.Math.6 (p.27), βλάβης Epicur.Sent.[5] 26, τῶν αὐτῶν Epicur.Fr.[34] 21.5, τῆς ὑγιείας Phld.Rh.1.345, ἀρχὴ ... τῆς τῶν ἄλλων ἀριθμῶν ἀπεργαστικὴ συστάσεως S.E.M.4.4, ἡ ἀ. τοῦ ... ὑγροῦ δύναμις Corn.ND 4.
2 subst. ἡ ἀ. fabricación c. gen. σκευῶν πάντων Pl.Epin.975b.
German (Pape)
[Seite 287] bewirkend, hervorbringend, Plat. Rep. VII, 527 b; ἡ σκευῶν ἀπεργαστική, se. τέχνη, = ἀπεργασία, Epinom. 975 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut produire, qui peut causer, gén..
Étymologie: ἀπεργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεργαστικός: производящий, создающий (τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεργαστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν, προξενεῖν, κατασκευάζειν τι, μετὰ γεν., Πλάτ. Πολ. 527Β: ― ἡ ἀπεργαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀπεργάζεσθαι, τινὸς ὁ αὐτ. Ἐπιν. 375D.
Greek Monolingual
ἀπεργαστικός, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος να δημιουργεί, δημιουργικός, αποτελεσματικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀπεργαστική (ενν. τέχνη), η τέχνη της δημιουργίας, της κατασκευής κάποιου πράγματος.
Greek Monotonic
ἀπεργαστικός: -ή, -όν (ἀπεργάζομαι), κατάλληλος στην επιτέλεση κάποιου πράγματος, αυτός που προξενεί κάτι, που είναι ο αίτιος κάποιου πράγματος, με γεν., σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀπεργάζομαι
fit for finishing, causing, c. gen., Plat.