εὐπτόητος

From LSJ
Revision as of 02:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπτόητος Medium diacritics: εὐπτόητος Low diacritics: ευπτόητος Capitals: ΕΥΠΤΟΗΤΟΣ
Transliteration A: euptóētos Transliteration B: euptoētos Transliteration C: efptoitos Beta Code: eu)pto/htos

English (LSJ)

ον, A easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.

Greek Monolingual

εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπτόητος: легко пугающийся, пугливый (πρὸς ἅπαν Plut.).