θοιναρμόστρια
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, A mistress of the banquet, cult-title, esp. in the worship of Demeter and Kore, in Laconia and Messenia, IG5(1).584, 1498, etc.: spelt θυν- ib.583, σειναρμόστρηα ib.229.
Greek (Liddell-Scott)
θοιναρμόστρια: ἡ, ἡ δέσποινα ἡ προϊσταμένη συμποσίου, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1430, - 16, -51· θυναρμόστρια, 1435-6· οὕτω, θύναρχος, ἀντὶ θοίν-, ὁ, Ἐπιγρ. Βοιωτ., αὐτόθι 1569.
Greek Monolingual
θοιναρμόστρια, ἡ (Α)
επιγρ. (τίτλος λατρείας, ιδίως της Δήμητρος και της Κόρης στη Λακωνία και στη Μεσσηνία) η δέσποινα, η κυρία, η προϊσταμένη συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + αρμόστρια, θηλ. του αρμοστής].