καλλίπους
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, A with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.
Greek Monolingual
καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].