καλλίπους

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπους Medium diacritics: καλλίπους Low diacritics: καλλίπους Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kallípous Transliteration B: kallipous Transliteration C: kallipous Beta Code: kalli/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.

Greek Monolingual

καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνόπους, ωκύπους].