καρδιαλγία

From LSJ
Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγία Medium diacritics: καρδιαλγία Low diacritics: καρδιαλγία Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΙΑ
Transliteration A: kardialgía Transliteration B: kardialgia Transliteration C: kardialgia Beta Code: kardialgi/a

English (LSJ)

ἡ, A heartburn, Id.8.343, al., Ruf. ap. Orib.7.26.8.

German (Pape)

[Seite 1326] ἡ, Schmerzen am oberen Magenmund, Magendrücken, Galen.

Greek Monolingual

η (Α καρδιαλγία) καρδιαλγής
νεοελλ.
ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα του στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός
αρχ.
πόνος του στομάχου.