κασσιτερουργός

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασσῐτερουργός Medium diacritics: κασσιτερουργός Low diacritics: κασσιτερουργός Capitals: ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kassiterourgós Transliteration B: kassiterourgos Transliteration C: kassiterourgos Beta Code: kassiterourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A tinker, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, der Zinnarbeiter?

Greek (Liddell-Scott)

κασσῐτερουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κασσιτερουργός)
αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ερι-ουργός, ξυλ-ουργός].