κολπίτης
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A dwelling on a bay, Philostr.VA3.35, 6.16.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, der Anwohner eines Meerbusens, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
κολπίτης: -ου, ὁ, κάτοικος κόλπου, Φιλόστρ. 126, 254.
Greek Monolingual
κολπίτης, ὁ (Α) κόλπος
αυτός που κατοικεί κοντά σε θαλάσσιο κόλπο.