κολπίτης

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολπίτης Medium diacritics: κολπίτης Low diacritics: κολπίτης Capitals: ΚΟΛΠΙΤΗΣ
Transliteration A: kolpítēs Transliteration B: kolpitēs Transliteration C: kolpitis Beta Code: kolpi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, dwelling on a bay, Philostr.VA3.35, 6.16.

German (Pape)

[Seite 1475] ὁ, der Anwohner eines Meerbusens, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

κολπίτης: -ου, ὁ, κάτοικος κόλπου, Φιλόστρ. 126, 254.

Greek Monolingual

κολπίτης, ὁ (Α) κόλπος
αυτός που κατοικεί κοντά σε θαλάσσιο κόλπο.