κινησίχθων
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A earth-shaking, Sch.S.Ant.154.
German (Pape)
[Seite 1440] ονος, erderschütternd, Schol. Soph. Ant. 154, Erkl. von ἐλελίχθων.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνησίχθων: -ον, γεν. -ονος, ὁ κινῶν τὴν γῆν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 154.
Greek Monolingual
κινησίχθων, -ον (Α)
αυτός που κινεί τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- (< κινῶ) + -χθων (< χθων), πρβλ. δαμασί-χθων, ερυσί-χθων. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.